πανσιόν

πανσιόν
η
ξενώνας, με χαρακτήρα μάλλον οικοτροφείου, στον οποίο παρέχεται στέγη και τροφή έναντι πληρωμής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. pension < λατ. pensio «μισθός, πληρωμή»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πανσιόν — η (λ. γαλλ.), σπίτι στο οποίο μπορεί κανείς να μένει και να τρώει, οικοτροφείο: Όταν ταξιδεύουμε στο εξωτερικό, συνήθως μένουμε σε πανσιόν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξενοδοχείο — Οίκημα που είναι ειδικά εξοπλισμένο για να προσφέρει με πληρωμή, στέγη και μερικές φορές τροφή. Ιστορία. Τα αρχαιότερα ξ. για τα οποία υπάρχουν πληροφορίες εμφανίστηκαν σε σημεία που συγκεντρωνόταν πολύς κόσμος, όπως η Ολυμπία και η Επίδαυρος,… …   Dictionary of Greek

  • Αυστρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 18 Μαρτίου 1874. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο. II Κράτος της κεντρικής… …   Dictionary of Greek

  • Ίτον, κολέγιο — (Eton College).Διάσημο, δημόσιο δευτεροβάθμιο εκπαιδευτικό ίδρυμα της Αγγλίας. Εδρεύει στην ομώνυμη κωμόπολη, στις όχθες του ποταμού Τάμεση, απέναντι από το Γουίντσορ. Το κολέγιο ιδρύθηκε από τον Ερρίκο ΣΤ’ το 1440 41, σχεδόν ταυτόχρονα με το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”